μωλωπίζω: Difference between revisions
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molopizo | |Transliteration C=molopizo | ||
|Beta Code=mwlwpi/zw | |Beta Code=mwlwpi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[beat and bruise severely]], τινα Aq.''Ca.''5.7:—Pass., <b class="b3">μεμωλωπις μένος</b> [[marked with stripes]], Plu.2.126c.<br><span class="bld">II</span> [[resemble mosquito bites]], Herod.Med. ap. Aët.5.129. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐμωλώπισα, <i>part. pf. Pass.</i> μεμωλωπισμένος;<br />[[meurtrir]].<br />'''Étymologie:''' [[μώλωψ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μωλωπίζω:''' досл. покрывать синяками, перен. увечить, уродовать (συμπεφυρμένος καὶ μεμωλωπισμένος Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μωλωπίζω''': [[τραυματίζω]] ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μωλωπίζω]]) [[μώλωψ]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον και του [[προξενώ]] κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα [[σημεία]] του σώματός του<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>μωλωπίζομαι</i><br />έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου [[ενέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοιάζω]] με τσιμπήματα κουνουπιών<br /><b>2.</b> (το παθ.) έχω στο [[σώμα]] μώλωπες, [[σημεία]] κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
A beat and bruise severely, τινα Aq.Ca.5.7:—Pass., μεμωλωπις μένος marked with stripes, Plu.2.126c.
II resemble mosquito bites, Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 225] Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμωλώπισα, part. pf. Pass. μεμωλωπισμένος;
meurtrir.
Étymologie: μώλωψ.
Russian (Dvoretsky)
μωλωπίζω: досл. покрывать синяками, перен. увечить, уродовать (συμπεφυρμένος καὶ μεμωλωπισμένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μωλωπίζω: τραυματίζω ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.
Greek Monolingual
(ΑΜ μωλωπίζω) μώλωψ
1. χτυπώ κάποιον και του προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία του σώματός του
2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι
έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια
αρχ.
1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών
2. (το παθ.) έχω στο σώμα μώλωπες, σημεία κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον.