νηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nimatodis
|Transliteration C=nimatodis
|Beta Code=nhmatw/dhs
|Beta Code=nhmatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fibrous, in filaments</b>, Plu.2.434a.</span>
|Definition=ες, [[fibrous]], [[in filaments]], Plu.2.434a.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[semblable à des fils]].<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης.
}}
{{pape
|ptext=<i>wie [[Gespinnst]]</i>, Plut. <i>Def. orac</i>. 43.
}}
{{elru
|elrutext='''νημᾰτώδης:''' [[нитевидный]] (μηρύματα Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''νημᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]], νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ώδες (Α [[νηματώδης]], -ῶδες) [[νήμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήμα]] («νηματώδες [[νεύρο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νηματώδεις</i><br /><b>ζωολ.</b> [[φύλο]] ή [[ομοταξία]] τών νημαθελμίνθων.
}}
}}

Latest revision as of 14:09, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

German (Pape)

wie Gespinnst, Plut. Def. orac. 43.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.