ξυλοσχίστης: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyloschistis
|Transliteration C=ksyloschistis
|Beta Code=culosxi/sths
|Beta Code=culosxi/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who splits wood</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 179</span>.</span>
|Definition=ξυλοσχίστου, ὁ, [[one who splits wood]], Ptol.''Tetr.'' 179.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] ὁ, der Holzspalter, Procl.
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλοσχίστης''': -ου, ὁ σχίζων ξύλα, Πρόκλ. Παράφρ. 3. 250. = Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξυλοσκίστης]], ο (Α [[ξυλοσχίστης]])<br />αυτός που σχίζει ξύλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάξιος]], [[ανίκανος]], [[αδέξιος]], [[σκιτζής]]<br /><b>2.</b> [[αμαθής]], [[αγράμματος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοσχίστης Medium diacritics: ξυλοσχίστης Low diacritics: ξυλοσχίστης Capitals: ΞΥΛΟΣΧΙΣΤΗΣ
Transliteration A: xyloschístēs Transliteration B: xyloschistēs Transliteration C: ksyloschistis Beta Code: culosxi/sths

English (LSJ)

ξυλοσχίστου, ὁ, one who splits wood, Ptol.Tetr. 179.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, der Holzspalter, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοσχίστης: -ου, ὁ σχίζων ξύλα, Πρόκλ. Παράφρ. 3. 250. = Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

Greek Monolingual

και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης)
αυτός που σχίζει ξύλα
νεοελλ.
μτφ.
1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής
2. αμαθής, αγράμματος.