ἀνάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analytos
|Transliteration C=analytos
|Beta Code=a)na/lutos
|Beta Code=a)na/lutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dissoluble</b>, <span class="bibl">Plot.4.7.2</span>.</span>
|Definition=ἀνάλυτον, [[dissoluble]], [[soluble]], Plot.4.7.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descomponible]] οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes <i>Cels</i>.4.14.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάλυτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλυτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο [[άλειωτος]]<br /><b>2.</b> (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο [[άλειωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἀνάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλύω]], ενώ το νεοελλ. [[ανάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[αναλυτός]], με αρνητική [[σημασία]] από τον αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλῠτος Medium diacritics: ἀνάλυτος Low diacritics: ανάλυτος Capitals: ΑΝΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: análytos Transliteration B: analytos Transliteration C: analytos Beta Code: a)na/lutos

English (LSJ)

ἀνάλυτον, dissoluble, soluble, Plot.4.7.2.

Spanish (DGE)

-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλυτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος
αρχ.
αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνάλυτος < ἀναλύω, ενώ το νεοελλ. ανάλυτος < αναλυτός, με αρνητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].