ὁπλιτεύω: Difference between revisions
(9) |
(CSV import) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opliteyo | |Transliteration C=opliteyo | ||
|Beta Code=o(pliteu/w | |Beta Code=o(pliteu/w | ||
|Definition=< | |Definition=[[serve]] as a [[man-at-arms]] ([[ὁπλίτης]]), Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.''An.''5.8.5; οἱ [[ὁπλιτεύοντες]] = [[men]] [[now]] [[serve|serving]], opp. οἱ [[ὡπλιτευκότες]] = [[retire]]d [[hoplite]]s, Arist.''Pol.''1297b13, cf. 1265b28. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ein Schwerbewaffneter sein, als Schwerbewaffneter dienen, Thuc. 6, 91. 8, 73 Xen. An. 5, 8, 5 u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[servir dans les hoplites]];<br /><b>2</b> [[commander des hoplites]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλῑτεύω:''' [[служить в тяжеловооруженных войсках]], [[быть на военной службе]] Thuc., Xen., Lys.: οἱ ὁπλιτεύοντες καὶ οἱ ὡπλιτευκότες Arst. состоящие и состоявшие на (действительной) военной службе. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁπλῑτεύω''': ὑπηρετῶ ὡς [[ὁπλίτης]], Θουκ. 6. 91., 8. 73, Λυσ. 160. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 5· οἱ ὁπλιτεύοντες, ἄνδρες νῦν ὑπηρετοῦντες ὡς ὁπλῖται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ὡπλιτευκότες, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, πρβλ. 2. 6, 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁπλιτεύω]] (Α) [[οπλίτης]]<br /><b>1.</b> [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], δηλ. ως [[βαριά]] οπλισμένος [[στρατιώτης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁπλιτεύοντες</i><br />αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οἱ ὡπλιτευκότες</i><br />αυτοί που έχουν εκπληρώσει τη [[θητεία]] τους ως οπλίτες. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁπλῑτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως [[στρατιώτης]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>οἱ ὁπλιτεύοντες</i>, άντρες που υπηρετούν [[τώρα]] τα όπλα, σε αντίθ. προς το <i>οἱ ὡπλιτευκότες</i>, σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁπλῑτεύω, fut. -σω<br />to [[serve]] as a man-at-[[arms]], Thuc., Xen.; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. to οἱ ὡπλιτευκότες, Arist. [from ὁπλῑ́της] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[gravis armaturae militem esse]]'', to [[be a heavy-armed soldier]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.91.4/ 6.91.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.73.4/ 8.73.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 16 November 2024
English (LSJ)
serve as a man-at-arms (ὁπλίτης), Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.An.5.8.5; οἱ ὁπλιτεύοντες = men now serving, opp. οἱ ὡπλιτευκότες = retired hoplites, Arist.Pol.1297b13, cf. 1265b28.
German (Pape)
[Seite 359] ein Schwerbewaffneter sein, als Schwerbewaffneter dienen, Thuc. 6, 91. 8, 73 Xen. An. 5, 8, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 servir dans les hoplites;
2 commander des hoplites.
Étymologie: ὁπλίτης.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλῑτεύω: служить в тяжеловооруженных войсках, быть на военной службе Thuc., Xen., Lys.: οἱ ὁπλιτεύοντες καὶ οἱ ὡπλιτευκότες Arst. состоящие и состоявшие на (действительной) военной службе.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτεύω: ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, Θουκ. 6. 91., 8. 73, Λυσ. 160. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 5· οἱ ὁπλιτεύοντες, ἄνδρες νῦν ὑπηρετοῦντες ὡς ὁπλῖται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ὡπλιτευκότες, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, πρβλ. 2. 6, 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Greek Monolingual
ὁπλιτεύω (Α) οπλίτης
1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης
2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες
αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι
3. (το αρσ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ ὡπλιτευκότες
αυτοί που έχουν εκπληρώσει τη θητεία τους ως οπλίτες.
Greek Monotonic
ὁπλῑτεύω: μέλ. -σω, υπηρετώ ως οπλίτης, ως στρατιώτης, σε Θουκ., Ξεν.· οἱ ὁπλιτεύοντες, άντρες που υπηρετούν τώρα τα όπλα, σε αντίθ. προς το οἱ ὡπλιτευκότες, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὁπλῑτεύω, fut. -σω
to serve as a man-at-arms, Thuc., Xen.; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. to οἱ ὡπλιτευκότες, Arist. [from ὁπλῑ́της]
Lexicon Thucydideum
gravis armaturae militem esse, to be a heavy-armed soldier, 6.91.4, 8.73.4.