ὀροβίτης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(9) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orovitis | |Transliteration C=orovitis | ||
|Beta Code=o)robi/ths | |Beta Code=o)robi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[similar to vetch]], [[like vetch]], [[of the size of the vetch]] ([[ὄροβος]]), λίθος [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.13:—fem. [[ὀροβῖτις]], [[prepared chrysocolla]], Plin.''HN''33.89. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Kichererbse]] [[ähnlich]]</i>, [[λίθος]], DS. 3.13. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀροβίτης:''' ου (ῑ) adj. m похожий на горошину вики ([[λίθος]] Diod.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀροβίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. [[χρυσόκολλα]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)<br /><b>1.</b> [[λίθος]] όμοιος ή [[ισομεγέθης]] με κόκκο ορόβου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] παρασκευασμένης χρυσόκολλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[δαφνίτης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, similar to vetch, like vetch, of the size of the vetch (ὄροβος), λίθος D.S.3.13:—fem. ὀροβῖτις, prepared chrysocolla, Plin.HN33.89.
German (Pape)
ὁ, der Kichererbse ähnlich, λίθος, DS. 3.13.
Russian (Dvoretsky)
ὀροβίτης: ου (ῑ) adj. m похожий на горошину вики (λίθος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. χρυσόκολλα.
Greek Monolingual
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].