παραινετικός: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parainetikos | |Transliteration C=parainetikos | ||
|Beta Code=parainetiko/s | |Beta Code=parainetiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παραινετική, παραινετικόν, [[hortatory]], π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. [[παραινετικῶς]] S.E.''M.''1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραινετικός:''' [[убеждающий]], [[действующий путем убеждения]] ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραινετικός''': -ή, -όν, [[συμβουλευτικός]], π. καὶ ὑποθετικὸς [[λόγος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραινετικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραινέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπεριέχει [[παραίνεση]], [[συμβουλή]], [[συμβουλευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακινητικός]], [[προτρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραινετικώς</i> και -<i>ά</i> / <i>παραινετικῶς</i>, ΝΑ<br />με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
παραινετική, παραινετικόν, hortatory, π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. παραινετικῶς S.E.M.1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 479] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv.
Russian (Dvoretsky)
παραινετικός: убеждающий, действующий путем убеждения (λόγος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παραινετικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, π. καὶ ὑποθετικὸς λόγος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραινέτης
1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός
2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.
επίρρ...
παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑ
με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.