παρασύνθετος: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parasynthetos | |Transliteration C=parasynthetos | ||
|Beta Code=parasu/nqetos | |Beta Code=parasu/nqetos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=παρασύνθετον, [[formed from a compound]], A.D.''Synt.''330.5, ''EM''131.42, 155.56, 493.18. Adv. [[παρασυνθέτως]] ''An.Ox.''3.182. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασύνθετος:''' грам. произведенный от составного слова. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρασύνθετος''': -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. [[πρόθεσις]] ὡς σημαῖνον [[σύνθεσις]] προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παρασύνθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη [[λέξη]] («το ρ. [[αποστατώ]] [[είναι]] παρασύνθετο, [[επειδή]] παράγεται από τη σύνθετη [[λέξη]] [[αποστάτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. [[Αρεοπαγίτης]] <span style="color: red;"><</span> Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης <span style="color: red;"><</span> Άγιος Τάφος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τα παρασύνθετα</i><br />οι παρασύνθετες λέξεις. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
παρασύνθετον, formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. παρασυνθέτως An.Ox.3.182.
German (Pape)
[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.
Russian (Dvoretsky)
παρασύνθετος: грам. произведенный от составного слова.
Greek (Liddell-Scott)
παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρασύνθετος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης»)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. Αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης < Άγιος Τάφος
2. (το ουδ. πληθ.) τα παρασύνθετα
οι παρασύνθετες λέξεις.