κεχηνώς: Difference between revisions

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
(Autenrieth)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=υῖα, ός;<br />[[bouche bée]].<br />'''Étymologie:''' part. de [[κέχηνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεχηνώς:''' ότος ὁ<br /><b class="num">1</b> part. pf. к [[χάσκω]] (или [[χαίνω]]) Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[ротозей]], [[зевака]] Arph.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεχηνώς''': ἴδε ἐν λέξ. [[χάσκω]].
|lstext='''κεχηνώς''': ἴδε ἐν λέξ. [[χάσκω]].
}}
{{bailly
|btext=υῖα, ός;<br />bouche bée.<br />'''Étymologie:''' part. de [[κέχηνα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[χαίνω]].
|auten=see [[χαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεχηνώς]], -υῖα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει με ανοιχτό το [[στόμα]], αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηναίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεχηνός</i><br />α) το [[κενό]], το [[χάσμα]], η [[χασμωδία]] («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)<br />β) το ανιαρό, η [[ανιαρότητα]] («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. του [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
bouche bée.
Étymologie: part. de κέχηνα.

Russian (Dvoretsky)

κεχηνώς: ότος ὁ
1 part. pf. к χάσκω (или χαίνω) Hom.;
2 ротозей, зевака Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.

English (Autenrieth)

see χαίνω.

Greek Monolingual

κεχηνώς, -υῖα, -ός (Α)
1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός
α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ»)
β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», Ιω. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα»].