νικαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(sl1_repeat)
m (pape replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νικαφόρος
|Medium diacritics=νικαφόρος
|Low diacritics=νικαφόρος
|Capitals=ΝΙΚΑΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=nikaphóros
|Transliteration B=nikaphoros
|Transliteration C=nikaforos
|Beta Code=nikafo/ros
|Definition=Doric for [[νικηφόρος]].
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>νῑκᾱφόρος, -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[victorious]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις [[ἐγκώμιον]] ζεῦξαι [[μέλος]] (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., [[victor]] νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
|sltr=<b>νῑκᾱφόρος, -ον</b> [[victorious]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις [[ἐγκώμιον]] ζεῦξαι [[μέλος]] (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., [[victor]] νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
}}
{{grml
|mltxt=[[νικαφόρος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νικηφόρος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑκᾱ], dor. = [[νικηφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφόρος Medium diacritics: νικαφόρος Low diacritics: νικαφόρος Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nikaphóros Transliteration B: nikaphoros Transliteration C: nikaforos Beta Code: nikafo/ros

English (LSJ)

Doric for νικηφόρος.


English (Slater)

νῑκᾱφόρος, -ον victorious τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., victor νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)

Greek Monolingual

νικαφόρος, -ον (Α)
βλ. νικηφόρος.

German (Pape)

[ῑκᾱ], dor. = νικηφόρος.