Ἕλλαν: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(SL_1)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 September 2022

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἕλλην.

English (Slater)

Ἕλλαν adj., Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) (Αἴας) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.