ἄγουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(big3_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agouros
|Transliteration C=agouros
|Beta Code=a)/gouros
|Beta Code=a)/gouros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">youth</b>, Thracian word, <span class="bibl">Eust.1788.56</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[youth]], Thracian word, Eust.1788.56.
}}
{{DGE
|dgtxt=ὁ v. [[ἄγωρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγουρος''': ὁ, [[νεανίας]], Βυζ. (Παρὰ Θρᾳξίν, οἱ κυριευθέντες ἔφηβοι Εὐστ. Λέων Γραμμ. σ. 460, ἴδε, μῆτερ, [[οἷον]] ἄγουρον νῦν ἐπελαβόμην. Ἄννα Κομν. βιβλ. 6, Ἀλεξιάδ. σ. 205 ἐνετείλατο συμπαραλαβεῖν μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τούς τε ἀνδρειωμένους τῶν ἀγούρων. Ἐκ τοῦ [[ἄγουρος]] [[ἴσως]] παρήχθη τὸ κοινολεκτούμενον ἀγόρι, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ τῷ Πτωχοπροδρόμῳ. «Ἂν ἔχω γείτοναν τινά, κ’ ἔχει παιδὶν ἀγόριν.» Ἴδε Δουκάγγ. σ. 17 ἐν λέξει [[ἄγουροι]], καὶ Κοραῆ Ἄτακτ. τόμ. Α΄, σ. 87 ἐν λέξει ἀγόριον.
|lstext='''ἄγουρος''': ὁ, [[νεανίας]], Βυζ. (Παρὰ Θρᾳξίν, οἱ κυριευθέντες ἔφηβοι Εὐστ. Λέων Γραμμ. σ. 460, ἴδε, μῆτερ, [[οἷον]] ἄγουρον νῦν ἐπελαβόμην. Ἄννα Κομν. βιβλ. 6, Ἀλεξιάδ. σ. 205 ἐνετείλατο συμπαραλαβεῖν μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τούς τε ἀνδρειωμένους τῶν ἀγούρων. Ἐκ τοῦ [[ἄγουρος]] [[ἴσως]] παρήχθη τὸ κοινολεκτούμενον ἀγόρι, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ τῷ Πτωχοπροδρόμῳ. «Ἂν ἔχω γείτοναν τινά, κ’ ἔχει παιδὶν ἀγόριν.» Ἴδε Δουκάγγ. σ. 17 ἐν λέξει [[ἄγουροι]], καὶ Κοραῆ Ἄτακτ. τόμ. Α΄, σ. 87 ἐν λέξει ἀγόριον.
}}
{{DGE
|dgtxt=ὁ v. [[ἄγωρος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγουρος Medium diacritics: ἄγουρος Low diacritics: άγουρος Capitals: ΑΓΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ágouros Transliteration B: agouros Transliteration C: agouros Beta Code: a)/gouros

English (LSJ)

ὁ, youth, Thracian word, Eust.1788.56.

Spanish (DGE)

ὁ v. ἄγωρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγουρος: ὁ, νεανίας, Βυζ. (Παρὰ Θρᾳξίν, οἱ κυριευθέντες ἔφηβοι Εὐστ. Λέων Γραμμ. σ. 460, ἴδε, μῆτερ, οἷον ἄγουρον νῦν ἐπελαβόμην. Ἄννα Κομν. βιβλ. 6, Ἀλεξιάδ. σ. 205 ἐνετείλατο συμπαραλαβεῖν μεθ’ ἑαυτοῦ τούς τε ἀνδρειωμένους τῶν ἀγούρων. Ἐκ τοῦ ἄγουρος ἴσως παρήχθη τὸ κοινολεκτούμενον ἀγόρι, ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ τῷ Πτωχοπροδρόμῳ. «Ἂν ἔχω γείτοναν τινά, κ’ ἔχει παιδὶν ἀγόριν.» Ἴδε Δουκάγγ. σ. 17 ἐν λέξει ἄγουροι, καὶ Κοραῆ Ἄτακτ. τόμ. Α΄, σ. 87 ἐν λέξει ἀγόριον.