πιστωτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pistotis
|Transliteration C=pistotis
|Beta Code=pistwth/s
|Beta Code=pistwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">confirmer</b>, Hsch.s.v. [[ἐμπαστῆρας]].</span>
|Definition=πιστωτοῦ, ὁ, [[confirmer]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ἐμπαστῆρας]].
}}
{{ls
|lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [[πιστώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με [[πίστωση]], [[δανειστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]], [[εγγυητής]].
}}
}}

Latest revision as of 10:09, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστωτής Medium diacritics: πιστωτής Low diacritics: πιστωτής Capitals: ΠΙΣΤΩΤΗΣ
Transliteration A: pistōtḗs Transliteration B: pistōtēs Transliteration C: pistotis Beta Code: pistwth/s

English (LSJ)

πιστωτοῦ, ὁ, confirmer, Hsch. s.v. ἐμπαστῆρας.

Greek (Liddell-Scott)

πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.