δουλότροπος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(big3_12)
(9)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[servil]] σκευωρία Ast.Am.<i>Hom</i>.14.10.6.
|dgtxt=-ον [[servil]] σκευωρία Ast.Am.<i>Hom</i>.14.10.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[δουλότροπος]], -ον (AM)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.

Spanish (DGE)

-ον servil σκευωρία Ast.Am.Hom.14.10.6.

Greek Monolingual

δουλότροπος, -ον (AM)
αυτός ο οποίος έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.