ἐνυπόκειμαι: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(big3_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enypokeimai | |Transliteration C=enypokeimai | ||
|Beta Code=e)nupo/keimai | |Beta Code=e)nupo/keimai | ||
|Definition= | |Definition=[[subsist in]], <b class="b3">ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές</b> Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.''in CA''11p.438M. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[subyacer]], [[estar en la base]] o [[ser el fundamento]] gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus <i>Pyth.Hell</i>.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.<i>in de An</i>.72.31, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 11.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐνυπόκειμαι''': [[ὑπόκειμαι]] ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807. | |lstext='''ἐνυπόκειμαι''': [[ὑπόκειμαι]] ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐνυπόκειμαι]] (Α)<br />[[ενυπάρχω]], [[υπόκειμαι]], βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
subsist in, ἐ. καὶ τᾷ ὄψι καὶ τῷ ἀέρι τὸ δυνάμι διαφανές Aristombr. ap. Stob.1.52.21, cf. Hierocl.in CA11p.438M.
Spanish (DGE)
subyacer, estar en la base o ser el fundamento gener. c. dat. ἐνυπόκειται δὲ καὶ τῇ ὄψει ... τὸ δυνάμει διαφανές Aristombrotus Pyth.Hell.54, τὸ ὑποκείμενον προσλαμβάνεται οἷς ἐνυπόκεινται Sophon.in de An.72.31, cf. Hierocl.in CA 11.4.
German (Pape)
[Seite 860] (s. κεῖμαι), darin, dabei zu Grunde liegen, Hierocl. Stob. fl. app. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπόκειμαι: ὑπόκειμαι ἔν τινι, Ἀριστόμβρ. παρὰ Στοβ. ἐν τῷ παραρτ. τοῦ τετάρτου τόμου σ. 25 ἔκδ. Gaisf., Ἱεροκλ. σ. 82, Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 6. 16. σ. 807.
Greek Monolingual
ἐνυπόκειμαι (Α)
ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι.