ἀποικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(big3_5)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoiktizomai
|Transliteration C=apoiktizomai
|Beta Code=a)poikti/zomai
|Beta Code=a)poikti/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">complain loudly of</b> a thing, <b class="b3">πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε</b> (sc. <b class="b3">ταῦτα ὧν ἤντησε</b>) <span class="bibl">Hdt.1.114</span>.</span>
|Definition=[[complain loudly of]] a thing, <b class="b3">πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν.. ἤντησε</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">ταῦτα ὧν ἤντησε</b>) [[Herodotus|Hdt.]]1.114.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[quejarse de]] c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] sich beklagen, Her. 1, 114.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] sich beklagen, Her. 1, 114.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀποικτίζετο;<br />[[déplorer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], οἰκτίζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποικτίζομαι:''' [[горько жаловаться]] (τι πρός τινα Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποικτίζομαι''': ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως [[περί]] τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. [[ταῦτα]] ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.
|lstext='''ἀποικτίζομαι''': ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως [[περί]] τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. [[ταῦτα]] ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀποικτίζετο;<br />déplorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], οἰκτίζομαι.
|mltxt=[[ἀποικτίζομαι]] (Α)<br />[[διαμαρτύρομαι]] έντονα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[παραπονούμαι]] μεγαλοφώνως για [[κάτι]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=[[quejarse de]] c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.
|mdlsjtxt=Dep. to [[complain]] [[loudly]] of a [[thing]], c. acc., Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικτίζομαι Medium diacritics: ἀποικτίζομαι Low diacritics: αποικτίζομαι Capitals: ΑΠΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apoiktízomai Transliteration B: apoiktizomai Transliteration C: apoiktizomai Beta Code: a)poikti/zomai

English (LSJ)

complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν.. ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.

Spanish (DGE)

quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.

German (Pape)

[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.

Greek Monolingual

ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.

Greek Monotonic

ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Dep. to complain loudly of a thing, c. acc., Hdt.