Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυμορφία: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymorfia
|Transliteration C=polymorfia
|Beta Code=polumorfi/a
|Beta Code=polumorfi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">manifoldness</b>, Longin.39.3, <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>21.10</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[manifoldness]], Longin.39.3, Him.''Or.''21.10.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.
}}
{{ls
|lstext='''πολῠμορφία''': ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, [[ποικιλία]], Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύμορφος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό<br /><b>2.</b> <b>(κρυσταλλ.)</b> ο [[πολυμορφισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμορφία Medium diacritics: πολυμορφία Low diacritics: πολυμορφία Capitals: ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: polymorphía Transliteration B: polymorphia Transliteration C: polymorfia Beta Code: polumorfi/a

English (LSJ)

ἡ, manifoldness, Longin.39.3, Him.Or.21.10.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμορφία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, ποικιλία, Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμορφος
η ιδιότητα του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει κάποιος ή κάτι πολλές μορφές
νεοελλ.
1. βιολ. παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό
2. (κρυσταλλ.) ο πολυμορφισμός.