Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυστελέχης: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystelechis
|Transliteration C=polystelechis
|Beta Code=polustele/xhs
|Beta Code=polustele/xhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with many stems</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.3.1</span>.</span>
|Definition=πολυστελέχες, [[with many stems]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.3.1.
}}
{{grml
|mltxt=-έλεχες, και [[πολυστέλεχος]], -ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[πολλά]] στελέχη, πού αποτελείται από [[πολλά]] στελέχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στελέχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέλεχος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>στελέχης</i>. Ο τ. [[πολυστέλεχος]] έχει σχηματιστεί, κατ' [[εξαίρεση]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i>].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[πολυστέλεχος]], zweifelhaft.
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστελέχης Medium diacritics: πολυστελέχης Low diacritics: πολυστελέχης Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΛΕΧΗΣ
Transliteration A: polysteléchēs Transliteration B: polystelechēs Transliteration C: polystelechis Beta Code: polustele/xhs

English (LSJ)

πολυστελέχες, with many stems, Thphr. HP 1.3.1.

Greek Monolingual

-έλεχες, και πολυστέλεχος, -ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλά στελέχη, πού αποτελείται από πολλά στελέχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο-στελέχης. Ο τ. πολυστέλεχος έχει σχηματιστεί, κατ' εξαίρεση, κατά τα επίθ. σε -ος].

German (Pape)

ες, = πολυστέλεχος, zweifelhaft.