διακριτέον: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(big3_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakriteon | |Transliteration C=diakriteon | ||
|Beta Code=diakrite/on | |Beta Code=diakrite/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must decide]], D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.<br><span class="bld">2</span> [[one must distinguish]], Dsc.5.106, Porph.''Abst.''2.50, Iamb.''Myst.''2.2: Adj. [[διακριτέος]], διακριτέα, διακριτέον, [[to be distinguished]], Philostr.''Gym.''33.<br><span class="bld">3</span> [[one must separate]], Sor.2.89. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hay que decidir]] οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.<br /><b class="num">2</b> [[hay que distinguir]] ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.<i>Myst</i>.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que diagnosticar]] τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.<i>Fract</i>.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.<br /><b class="num">2</b> [[hay que separar]], [[hay que amputar]] τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>et plur.</i> διακριτέα;<br /><i>adj. verb. de</i> [[διακρίνω]]. | |btext=<i>et plur.</i> διακριτέα;<br /><i>adj. verb. de</i> [[διακρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διακριτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακριτέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[διακρίνω]], πρέπει [[κάποιος]] να αποφασίσει, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must decide, D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.
2 one must distinguish, Dsc.5.106, Porph.Abst.2.50, Iamb.Myst.2.2: Adj. διακριτέος, διακριτέα, διακριτέον, to be distinguished, Philostr.Gym.33.
3 one must separate, Sor.2.89.
Spanish (DGE)
I 1hay que decidir οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.
2 hay que distinguir ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.Myst.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.Strom.6.17.150.
II medic.
1 hay que diagnosticar τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.Fract.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.
2 hay que separar, hay que amputar τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.
French (Bailly abrégé)
et plur. διακριτέα;
adj. verb. de διακρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86.
Greek Monotonic
διακριτέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του διακρίνω, πρέπει κάποιος να αποφασίσει, σε Θουκ.