δογματισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(big3_12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[principio doctrinal]], [[dogma]]op. δόξη Vett.Val.236.9 (cód., cf. [[δειγματισμός]]), ἐν κεφαλαίῳ τῶν Ὠριγένους δογματισμῶν Epiph.Const.<i>Haer</i>.64.18.1, cf. Meth.<i>Res</i>.1.26, ὁ θεῖος δ. Leont.Const.<i>Hom</i>.11.132.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[principio doctrinal]], [[dogma]] op. [[δόξη]] Vett.Val.236.9 (cód., cf. [[δειγματισμός]]), ἐν κεφαλαίῳ τῶν Ὠριγένους δογματισμῶν Epiph.Const.<i>Haer</i>.64.18.1, cf. Meth.<i>Res</i>.1.26, ὁ θεῖος δ. Leont.Const.<i>Hom</i>.11.132.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δογματισμός]]) [[δογματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[φιλοσοφία]] που στηρίζεται στη [[δυνατότητα]] γνώσεως με τη [[λογική]] [[δύναμη]] [[χωρίς]] να ελέγχονται τα όρια της<br /><b>2.</b> αποφθεγματική [[διατύπωση]] αξιωμάτων [[χωρίς]] [[αιτιολόγηση]] ή [[απόδειξη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διδασκαλία]] για τα δόγματα.
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 22 August 2022

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
principio doctrinal, dogma op. δόξη Vett.Val.236.9 (cód., cf. δειγματισμός), ἐν κεφαλαίῳ τῶν Ὠριγένους δογματισμῶν Epiph.Const.Haer.64.18.1, cf. Meth.Res.1.26, ὁ θεῖος δ. Leont.Const.Hom.11.132.

Greek Monolingual

ο (AM δογματισμός) δογματίζω
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) φιλοσοφία που στηρίζεται στη δυνατότητα γνώσεως με τη λογική δύναμη χωρίς να ελέγχονται τα όρια της
2. αποφθεγματική διατύπωση αξιωμάτων χωρίς αιτιολόγηση ή απόδειξη
αρχ.-μσν.
διδασκαλία για τα δόγματα.