δυσανάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysanagnostos | |Transliteration C=dysanagnostos | ||
|Beta Code=dusana/gnwstos | |Beta Code=dusana/gnwstos | ||
|Definition= | |Definition=δυσανάγνωστον, [[hard to read]], prob. for [[δύσγνωστος]], Plb.3.32.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de leer]] la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσανάγνωστος]], -ον)<br />(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για [[κείμενο]]) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσανάγνωστον, hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb.3.32.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de leer la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)
(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.