ἔκδρομος: Difference between revisions
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
(big3_13) |
(CSV import) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdromos | |Transliteration C=ekdromos | ||
|Beta Code=e)/kdromos | |Beta Code=e)/kdromos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, one that runs out: ἔκδρομοι [[skirmishers]], Th.4.125, X.''HG''4.5.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ milit. [[tropa de choque]] en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.<i>HG</i> 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l'ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκδρομος''': ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16. | |lstext='''ἔκδρομος''': ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἔκδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἔκδρομοι</i><br />οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκδρομος:''' ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, [[ακροβολιστής]], σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἔκδρομος]], ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of [[ἐκτρέχω]]<br />one that sallies out from the ranks, a [[skirmisher]], Thuc., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[excursor]]'', [[skirmisher]], [[scout]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.125.3/ 4.125.3]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:01, 16 November 2024
English (LSJ)
ὁ, one that runs out: ἔκδρομοι skirmishers, Th.4.125, X.HG4.5.16.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ milit. tropa de choque en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.HG 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2.
German (Pape)
[Seite 758] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l'ennemi.
Étymologie: ἐκδραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδρομος: ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.
Greek Monolingual
ἔκδρομος, ο (Α)
1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας
2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι
οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.
Greek Monotonic
ἔκδρομος: ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, ακροβολιστής, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἔκδρομος, ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of ἐκτρέχω
one that sallies out from the ranks, a skirmisher, Thuc., Xen.