προσυπόκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosypokeimai | |Transliteration C=prosypokeimai | ||
|Beta Code=prosupo/keimai | |Beta Code=prosupo/keimai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[lie under besides]], [[varia lectio|v.l.]] for [[προϋπόκειμαι]] in Gal.''UP''3.8.<br><span class="bld">2</span> to [[be mortgaged besides]], ''OGI''46.17 (Halic., iii B.C.).<br><span class="bld">3</span> to [[be assumed besides]], Gal. 6.246, 10.351. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσυπόκειμαι''': Παθ., [[ὑπόκειμαι]] [[προσέτι]], Γαλην. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπόκειμαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> υποθηκεύομαι επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> λαμβάνομαι ως επί [[πλέον]] [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόκειμαι]] «βρίσκομαι από [[κάτω]], υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως [[βάση]] υπόθεσης ή συλλογισμού»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A lie under besides, v.l. for προϋπόκειμαι in Gal.UP3.8.
2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.).
3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.
Greek Monolingual
Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].