πρωτεξάδελφος: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(10) |
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proteksadelfos | |Transliteration C=proteksadelfos | ||
|Beta Code=prwteca/delfos | |Beta Code=prwteca/delfos | ||
|Definition=[<b | |Definition=[ᾰ], ὁ,= [[αὐτανέψιος]], Thom.Mag.p.361 R. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0804.png Seite 804]] ὁ, Erkl. von [[ἀνεψιός]], Thom. Mag. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρωτεξάδελφος''': ὁ, καὶ -εξαδέλφη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, = [[αὐτανέψιος]], κατὰ Θωμ. τὸν Μάγιστρον (849), Ἁρμενόπουλ. 4. 6, 12, Γεωρ. Ἀκομ. Χρον. σ. 7C, 11C, κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ, και πρωταξάδερφος και πρωτεξάδερφος και [[πρωτοξάδερφος]], θηλ. πρωτεξαδέλφη και πρωτεξαδέρφη και πρωτεξαδέρφισσα και πρωτοξαδέρφη Ν<br /><b>1.</b> ο [[πρώτος]] [[εξάδελφος]], το [[παιδί]] του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους δύο γονείς<br /><b>2.</b> (ως ουδ. στον πληθ.) <i>τα πρωτεξαδέλφια</i> και <i>πρωταξαδέρφια</i> και <i>πρωτοξαδέρφια</i> και <i>πρωτοξάδερφα</i><br />(για αγόρια και κορίτσια) τα [[πρώτα]] ξαδέλφια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξάδελφος]] / [[ξάδερφος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:11, 30 September 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,= αὐτανέψιος, Thom.Mag.p.361 R.
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, Erkl. von ἀνεψιός, Thom. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτεξάδελφος: ὁ, καὶ -εξαδέλφη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, = αὐτανέψιος, κατὰ Θωμ. τὸν Μάγιστρον (849), Ἁρμενόπουλ. 4. 6, 12, Γεωρ. Ἀκομ. Χρον. σ. 7C, 11C, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, και πρωταξάδερφος και πρωτεξάδερφος και πρωτοξάδερφος, θηλ. πρωτεξαδέλφη και πρωτεξαδέρφη και πρωτεξαδέρφισσα και πρωτοξαδέρφη Ν
1. ο πρώτος εξάδελφος, το παιδί του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους δύο γονείς
2. (ως ουδ. στον πληθ.) τα πρωτεξαδέλφια και πρωταξαδέρφια και πρωτοξαδέρφια και πρωτοξάδερφα
(για αγόρια και κορίτσια) τα πρώτα ξαδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἐξάδελφος / ξάδερφος].