πυριβήτης: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrivitis | |Transliteration C=pyrivitis | ||
|Beta Code=puribh/ths | |Beta Code=puribh/ths | ||
|Definition= | |Definition=πυριβήτου, ''poet.'' εω, ὁ, ([[βαίνω]]) [[standing over a fire]], τρίπους Arat.983. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] ὁ, der über dem Feuer Stehende, [[τρίπους]], Arat. 983, vgl. [[ἐμπυριβήτης]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, [[τρίπους]] Ἄρατ. 983· πρβλ. [[ἐμπυριβήτης]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που στέκεται στη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βη</i>- του [[βαίνω]], [[πρβλ]]. [[βῆμα]]), [[πρβλ]]. [[διαβήτης]], [[εμπυριβήτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
πυριβήτου, poet. εω, ὁ, (βαίνω) standing over a fire, τρίπους Arat.983.
German (Pape)
[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆμα), πρβλ. διαβήτης, εμπυριβήτης].