ῥακενδύτης: Difference between revisions

(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rakendytis
|Transliteration C=rakendytis
|Beta Code=r(akendu/ths
|Beta Code=r(akendu/ths
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>,= <b class="b3">ῥακοδύτης</b>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).165.
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, = [[ῥακοδύτης]], ''Cat.Cod.Astr.''8(4).165.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ὁ, Lumpen anziehend, sich mit Lumpen bekleidend (?).
}}
{{ls
|lstext='''ῥᾰκενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ φορῶν ῥάκη, ἐπώνυμον Ἰωσήφ τινος [[μοναχοῦ]] γράψαντος περὶ τῶν ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) 3. 465 κἑξ.· θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8721. 11· [[ὡσαύτως]] ῥακένδῠτος, ον, Ἡσύχ.· καὶ [[ῥῆμα]] ῥακενδῠτέω, φορῶ ῥάκη, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥακενδύτης]], ΝΜΑ, θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Α<br />αυτός που [[φορά]] κουρέλια, [[κουρελής]], [[ρακένδυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδύω]] (<b>πρβλ.</b> [[επενδύτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, = ῥακοδύτης, Cat.Cod.Astr.8(4).165.

German (Pape)

[Seite 833] ὁ, Lumpen anziehend, sich mit Lumpen bekleidend (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ φορῶν ῥάκη, ἐπώνυμον Ἰωσήφ τινος μοναχοῦ γράψαντος περὶ τῶν ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) 3. 465 κἑξ.· θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8721. 11· ὡσαύτως ῥακένδῠτος, ον, Ἡσύχ.· καὶ ῥῆμα ῥακενδῠτέω, φορῶ ῥάκη, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ῥακενδύτης, ΝΜΑ, θηλ. ῥακενδύτις, -ιδος, Α
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελής, ρακένδυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. επενδύτης)].