ῥηκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=riktikos | |Transliteration C=riktikos | ||
|Beta Code=r(hktiko/s | |Beta Code=r(hktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥηκτική, ῥηκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[apt to burst]], τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν Hp.''Epid.''6.3.6.<br><span class="bld">2</span> [[causing]] abscesses to [[break]], Aët.15.17. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥηκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥήκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ρηκτική [[οβίδα]]» ή «ρηκτικό [[βλήμα]]» — [[βλήμα]] που προορίζεται για τη [[διάτρηση]] πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. [[ρήκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] για [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ή επιφέρει [[διάρρηξη]] αποστήματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥηκτική, ῥηκτικόν,
A apt to burst, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν Hp.Epid.6.3.6.
2 causing abscesses to break, Aët.15.17.
German (Pape)
[Seite 840] zum Zerreißen, Zerbrechen gehörig, geschickt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ἱκανὸς νὰ διαρρήξῃ, τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικὸν Ἱππ. 1175Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥήκτης
νεοελλ.
φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» — βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης
αρχ.
1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη
2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη αποστήματος.