despreciar: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐκπατέω]], [[ἀδοξέω]], [[ἀναλακτίζω]], [[διαφαυλίζω]], [[ἀποφρονέω]], [[διευτελίζω]], [[ἐγκαταβλέπω]], [[ἀτιμόω]], [[ἀποτιμάω]], [[ἀτιμάω]], [[ἀνταμελέω]], [[διαπτύω]], [[ἐμπαίζω]], [[ἀτιμάζω]], [[ | |sltx=[[ἐκπατέω]], [[ἀδοξέω]], [[ἀναλακτίζω]], [[διαφαυλίζω]], [[ἀποφρονέω]], [[διευτελίζω]], [[ἐγκαταβλέπω]], [[ἀτιμόω]], [[ἀποτιμάω]], [[ἀτιμάω]], [[ἀνταμελέω]], [[διαπτύω]], [[ἐμπαίζω]], [[ἀτιμάζω]], [[ἐν ἀλογίῃ ἔχειν]], [[ἐν ἀλογίῃ ποιεῖσθαί τι]], [[ἀστοχέω]], [[ἀφροντιστέω]], [[ἐκφρονέω]], [[ἀποσκυβαλίζω]], [[ἀποδοκιμάζω]], [[ἐξαδιαφορέω]], [[ἀποβάλλω]], [[ἀπομυλλαίνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 28 January 2024
Spanish > Greek
ἐκπατέω, ἀδοξέω, ἀναλακτίζω, διαφαυλίζω, ἀποφρονέω, διευτελίζω, ἐγκαταβλέπω, ἀτιμόω, ἀποτιμάω, ἀτιμάω, ἀνταμελέω, διαπτύω, ἐμπαίζω, ἀτιμάζω, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν, ἐν ἀλογίῃ ποιεῖσθαί τι, ἀστοχέω, ἀφροντιστέω, ἐκφρονέω, ἀποσκυβαλίζω, ἀποδοκιμάζω, ἐξαδιαφορέω, ἀποβάλλω, ἀπομυλλαίνω