σκαφείδιον: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skafeidion | |Transliteration C=skafeidion | ||
|Beta Code=skafei/dion | |Beta Code=skafei/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[σκαφεῖον]] (not = [[σκαφίδιον]]), Hdn. ''Epim.'' 239, Suid. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκᾰφείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[σκαφίδιον]], ὅ ἴδε). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σκαφεῖον]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. τ. του <i>σκαφεῖον</i>) μικρό [[λισγάρι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκαφείδιον]], ή [[δίκελλα]], διαφέρει τοῦ [[σκαφίδιον]], τὸ [[πλοιάριον]]». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of σκαφεῖον (not = σκαφίδιον), Hdn. Epim. 239, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ σκαφίδιον, ὅ ἴδε).
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαφεῖον
1. (υποκορ. τ. του σκαφεῖον) μικρό λισγάρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῦ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον».