συμπεριτρέπω: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symperitrepo | |Transliteration C=symperitrepo | ||
|Beta Code=sumperitre/pw | |Beta Code=sumperitre/pw | ||
|Definition= | |Definition=[[overthrow together with]], ἑαυτήν τισι S.E.''P.'' 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] (s. [[τρέπω]]), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' [[вместе или одновременно опрокидывать]] (ἑαυτόν τινι Sext.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπεριτρέπω''': [[περιτρέπω]], [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
overthrow together with, ἑαυτήν τισι S.E.P. 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-).
German (Pape)
[Seite 986] (s. τρέπω), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριτρέπω: вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτρέπω: περιτρέπω, καταρρίπτω, ἀνατρέπω ὁμοῦ μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].