σεληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(eksahir)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=selinitis
|Transliteration C=selinitis
|Beta Code=selhni=tis
|Beta Code=selhni=tis
|Definition=ιδος, ἡ,= <b class="b3">χαμαίκισσος</b>, Ps.-Dsc.4.37.
|Definition=ιδος, ἡ,= [[χαμαίκισσος]], Ps.-Dsc.4.37.
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[hiedra terrestre]]
|esgtx=[[hiedra terrestre]]
}}
{{grml
|mltxt=η / σεληνῖτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λουναρία]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[γλήχωμα]] [[φυτό]], ο [[χαμαίκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[ποταμῖτις]])].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ bot. [[hiedra terrestre]] λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον <b class="b3">toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco</b> P IV 2360
}}
{{pape
|ptext=fem. zu [[σεληνίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνῖτις Medium diacritics: σεληνῖτις Low diacritics: σεληνίτις Capitals: ΣΕΛΗΝΙΤΙΣ
Transliteration A: selēnîtis Transliteration B: selēnitis Transliteration C: selinitis Beta Code: selhni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.37.

Spanish

hiedra terrestre

Greek Monolingual

η / σεληνῖτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμῖτις)].

Léxico de magia

ἡ bot. hiedra terrestre λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360

German (Pape)

fem. zu σεληνίτης.