συντριβής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntrivis | |Transliteration C=syntrivis | ||
|Beta Code=suntribh/s | |Beta Code=suntribh/s | ||
|Definition= | |Definition=συντριβές,<br><span class="bld">A</span> [[living together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[crushed by]], [[worn out by]], καμάτῳ Procop.''Goth.''4.23, cf. ''Aed.''1.7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, = [[σύντριψ]], Hesych. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
συντριβές,
A living together, Hsch.
2 crushed by, worn out by, καμάτῳ Procop.Goth.4.23, cf. Aed.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
συντρῐβής: -ές, συνδιατρίβων, συνών. «συντριβής· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.
Greek Monolingual
-ές, Α συντρίβω
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.
German (Pape)
ές, = σύντριψ, Hesych.