χώρια: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]], ξεχωριστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτός]] από («[[χώρια]] την [[κούραση]], ξόδεψα και [[πολλά]] χρήματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χώρια]] τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την [[ηλικία]] τους<br />β) «[[χώρια]] τα τσανάκια μας» — ζούμε ή εργαζόμαστε ή, γενικά, κάνουμε [[κάτι]] [[χωριστά]]<br />γ) «[[μαζί]] μιλάμε, [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — <b>βλ.</b> [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όλοι [[αντάμα]] κι ο [[ψωριάρης]] [[χώρια]]» — λέγεται για κάποιον που, ενώ παρευρίσκεται σε μια [[εκδήλωση]], δεν συμμετέχει ενεργά σ' αυτήν ή και τήν αντιστρατεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χωρίς]], [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντάμα]])].
|mltxt=ΝΜ<br /><b>επίρρ.</b> [[χωριστά]], ξεχωριστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτός]] από («[[χώρια]] την [[κούραση]], ξόδεψα και [[πολλά]] χρήματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χώρια]] τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την [[ηλικία]] τους<br />β) «[[χώρια]] τα τσανάκια μας» — ζούμε ή εργαζόμαστε ή, γενικά, κάνουμε [[κάτι]] [[χωριστά]]<br />γ) «[[μαζί]] μιλάμε, [[χώρια]] καταλαβαίνουμε» — <b>βλ.</b> [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όλοι [[αντάμα]] κι ο [[ψωριάρης]] [[χώρια]]» — λέγεται για κάποιον που, ενώ παρευρίσκεται σε μια [[εκδήλωση]], δεν συμμετέχει ενεργά σ' αυτήν ή και τήν αντιστρατεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χωρίς]], [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[αντάμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ΝΜ
επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά
νεοελλ.
1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα»)
2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους
β) «χώρια τα τσανάκια μας» — ζούμε ή εργαζόμαστε ή, γενικά, κάνουμε κάτι χωριστά
γ) «μαζί μιλάμε, χώρια καταλαβαίνουμε» — βλ. καταλαβαίνω
3. παροιμ. «όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια» — λέγεται για κάποιον που, ενώ παρευρίσκεται σε μια εκδήλωση, δεν συμμετέχει ενεργά σ' αυτήν ή και τήν αντιστρατεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χωρίς, κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. αντάμα)].