συρμιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrmistir | |Transliteration C=syrmistir | ||
|Beta Code=surmisth/r | |Beta Code=surmisth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, <span | |Definition=συρμιστῆρος, ὁ, [[one who sells shavings]], etc., [[for firing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συρμιστήρ''': ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. [[συρμιστήρ]]· [[ξυλοπώλης]]» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για [[κάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συρμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ισ</i>-<i>τήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), [[πρβλ]]. [[κομιστήρ]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
συρμιστῆρος, ὁ, one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομιστήρ].