συρμιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrmistir
|Transliteration C=syrmistir
|Beta Code=surmisth/r
|Beta Code=surmisth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who sells shavings</b>, etc., <b class="b2">for firing</b>, Hsch.</span>
|Definition=συρμιστῆρος, ὁ, [[one who sells shavings]], etc., [[for firing]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{ls
|lstext='''συρμιστήρ''': ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. [[συρμιστήρ]]· [[ξυλοπώλης]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για [[κάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συρμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ισ</i>-<i>τήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), [[πρβλ]]. [[κομιστήρ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμιστήρ Medium diacritics: συρμιστήρ Low diacritics: συρμιστήρ Capitals: ΣΥΡΜΙΣΤΗΡ
Transliteration A: syrmistḗr Transliteration B: syrmistēr Transliteration C: syrmistir Beta Code: surmisth/r

English (LSJ)

συρμιστῆρος, ὁ, one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομιστήρ].