αθεράπευτος: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀθεράπευτος]], -ον) [[θεραπεύω]]<br />αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται [[θεραπεία]], [[αγιάτρευτος]], [[ανίατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για καταστάσεις) [[αδιόρθωτος]], [[ανεπανόρθωτος]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν παρέχεται [[φροντίδα]], δεν δίνεται [[προσοχή]], παραμελημένος<br /><b>2.</b> που δεν θεραπεύτηκε, δεν γιατρεύτηκε<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀθεράπευτον</i><br />[[παραμέληση]] της εμφάνισης του παρουσιαστικού κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀθεράπευτος]], -ον) [[θεραπεύω]]<br />αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται [[θεραπεία]], [[αγιάτρευτος]], [[ανίατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για καταστάσεις) [[αδιόρθωτος]], [[ανεπανόρθωτος]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν παρέχεται [[φροντίδα]], δεν δίνεται [[προσοχή]], παραμελημένος<br /><b>2.</b> που δεν θεραπεύτηκε, δεν γιατρεύτηκε<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀθεράπευτον</i><br />[[παραμέληση]] της εμφάνισης του παρουσιαστικού κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θεραπευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεραπεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀθεραπευσία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθεράπευτος, -ον) θεραπεύω
αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος
νεοελλ.
(για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή, παραμελημένος
2. που δεν θεραπεύτηκε, δεν γιατρεύτηκε
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθεράπευτον
παραμέληση της εμφάνισης του παρουσιαστικού κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θεραπευτός < θεραπεύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀθεραπευσία].