αγωγιάτης: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων με [[υποζύγιο]] ή [[τροχοφόρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγώγι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιάτικος]]].
|mltxt=ο (θηλ. αγωγιάτισσα)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων με [[υποζύγιο]] ή [[τροχοφόρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγώγι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιάτικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:52, 13 May 2023

Greek Monolingual

ο (θηλ. αγωγιάτισσα)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων με υποζύγιο ή τροχοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγώγι + παραγ. κατάλ. -άτης.
ΠΑΡ. αγωγιάτικος].