άγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγναμπτος]] και [[ἄκναμπτος]], -ον (Α)<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] ή <i>κναμπτός</i> τών ρημάτων [[γνάμπτω]] ή [[κνάμπτω]].
|mltxt=[[ἄγναμπτος]] και [[ἄκναμπτος]], -ον (Α)<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] ή <i>κναμπτός</i> τών ρημάτων [[γνάμπτω]] ή [[κνάμπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, -ον (Α)
άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω.