αλεεινός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεεινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει, ο [[θερμαντικός]]<br /><b>2.</b> [[θερμός]], [[ζεστός]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[προσηλιακός]], [[ευήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέα]] (ΙΙ) με αναλογική [[επίδραση]] επιθ. όπως: [[φαεινός]], [[ψυχεινός]] κ.λπ.].
|mltxt=[[ἀλεεινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει, ο [[θερμαντικός]]<br /><b>2.</b> [[θερμός]], [[ζεστός]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[προσηλιακός]], [[ευήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέα]] (ΙΙ) με αναλογική [[επίδραση]] επιθ. όπως: [[φαεινός]], [[ψυχεινός]] κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλεεινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που θερμαίνει, ο θερμαντικός
2. θερμός, ζεστός
3. (για τόπο) προσηλιακός, ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέα (ΙΙ) με αναλογική επίδραση επιθ. όπως: φαεινός, ψυχεινός κ.λπ.].