ἀμόργης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμόργης]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br />το [[κατακάθι]], η [[μούργα]] του λαδιού (<b>[[πρβλ]].</b> και [[αμόργη]]).
|mltxt=[[ἀμόργης]], ο (Α) [[ἀμέργω]]<br />το [[κατακάθι]], η [[μούργα]] του λαδιού (<b>[[πρβλ]].</b> και [[αμόργη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμόργης:''' ου ὁ отстой оливкового масла Arst.
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόργης Medium diacritics: ἀμόργης Low diacritics: αμόργης Capitals: ΑΜΟΡΓΗΣ
Transliteration A: amórgēs Transliteration B: amorgēs Transliteration C: amorgis Beta Code: a)mo/rghs

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg. 1.1, Arist.Col.796a27.

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, = vor., Arist. Color. 5 (796, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόργης: -ου, ὁ, (ἀμέργω) τὸ ὑδατῶδες μέρος τὸ ἐξερχόμενον ἀπὸ τῶν ἐλαιῶν πιεζομένων, Λατ. amurca, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5. 22, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 8, 3· ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1260, τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀμόργη, ἡ, = «ἀμοῦργα.»

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [ac. -ητα PCair.Zen.839.3 (III a.C.)]
oleaza Arist.Col.796a27, PCair.Zen.l.c.

Greek Monolingual

ἀμόργης, ο (Α) ἀμέργω
το κατακάθι, η μούργα του λαδιού (πρβλ. και αμόργη).

Russian (Dvoretsky)

ἀμόργης: ου ὁ отстой оливкового масла Arst.