ἁμιλλητήρ: Difference between revisions
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἁμιλλητὴρ (-<i>ῆρος</i>), ο (Α)<br />αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμιλλῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τήρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀμιλλητήριος</i>]. | |mltxt=ἁμιλλητὴρ (-<i>ῆρος</i>), ο (Α)<br />αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμιλλῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τήρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀμιλλητήριος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁμιλλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἁμιλλάομαι]]), [[ανταγωνιστής]] στον αγώνα, βλ. [[τρόχος]] Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος,
A racing, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου S.Ant.1065.
German (Pape)
[Seite 125] ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητήρ: ῆρος, ἀνταγωνιστής, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Σοφοκλ. Ἀντ. 1065, ἴδε ἐν λ. τρόχος Β.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui lutte dans une course : μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν SOPH (que) tu n’accompliras pas beaucoup de courses émules du soleil, càd (que) le cours de ta vie n’égalera pas plusieurs révolutions du soleil.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj.
1 de la carrera κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν sabe que no cumplirás ya muchas vueltas de la carrera del sol e.d. no verás ya muchos días S.Ant.1065.
2 rival δίφρος Nonn.D.37.356, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.7.41, φονῆες Nonn.Par.Eu.Io.19.24, c. gen. (μῦθον) ἁμιλλητῆρα σιωπῆς Nonn.Par.Eu.Io.16.17.
II subst. rival γαμίης φιλότητος Nonn.D.6.80, ἐρώτων Nonn.D.6.12.
Greek Monolingual
ἁμιλλητὴρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τήρ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμιλλητήριος].
Greek Monotonic
ἁμιλλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἁμιλλάομαι), ανταγωνιστής στον αγώνα, βλ. τρόχος Β.