ἀντεπιπλέω: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεπιπλέω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[αντεπίθεση]] με τα πλοία. | |mltxt=[[ἀντεπιπλέω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[αντεπίθεση]] με τα πλοία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντεπιπλέω:''' Thuc. v. l. = [[ἀντιπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail against in turn, Th.1.54 and prob. in 1.50, Poll.1.124.
German (Pape)
[Seite 247] (s. πλέω), gegen eine anrückende Flotte segeln, Poll. 1, 124. Bei Thuc. 1, 50 alte v. l. für αντιπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιπλέω: ἀντανάγομαι, πλέω ἐναντίον ἐπιπλέοντος, ἐπὶ νεῶν, Πολυδ. Α΄, 124∙ καὶ αὐτοὶ ἀντεπέπλεον Θουκ. 1. 50.
French (Bailly abrégé)
naviguer contre, s’avancer contre en parl. de vaisseaux.
Étymologie: ἀντί, ἐπιπλέω.
Spanish (DGE)
hacerse a la mar contra ἐκ τῶν Συβότων Th.1.54, cf. Poll.1.124.
Greek Monolingual
ἀντεπιπλέω (Α)
κάνω αντεπίθεση με τα πλοία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιπλέω: Thuc. v. l. = ἀντιπλέω.