ἀλσοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἀλσοκόμος | |||
|Medium diacritics=ἀλσοκόμος | |||
|Low diacritics=αλσοκόμος | |||
|Capitals=ΑΛΣΟΚΟΜΟΣ | |||
|Transliteration A=alsokómos | |||
|Transliteration B=alsokomos | |||
|Transliteration C=alsokomos | |||
|Beta Code=a)lsoko/mos | |||
|Definition=ὁ, Poll. 7.140, v. [[ἀλσοκομέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] den Hain wartend, pflegend, Poll. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] den Hain wartend, pflegend, Poll. |
Revision as of 11:08, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, Poll. 7.140, v. ἀλσοκομέω.
German (Pape)
[Seite 110] den Hain wartend, pflegend, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλσοκόμος: ὁ, ὁ ἐπιμελούμενος ἄλσος, περιποιούμενος αὐτό, Θεοδώρ. Ἑλλ. Θερ. Παθημ. 8, σ. 111· ἀλσοκομέω· - ἀλσοκομική, ἡ, (ἐνν. τέχνη): ἀλσοκομικός, ή, όν· ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. 7. 140, 141.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ plantador de árboles οὔτε γὰρ ἀλσοκόμοι τινὲς τούτων γεγένηντο φυτουργοί Thdt.M.80.1700D, γηπόνους καὶ ἀλσοπόνους Thdt.Affect.8.3, cf. Poll.7.140.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλσοκόμος)
αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλσος + -κόμος < κομῶ.
ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός
αρχ.
ἀλσοκομῶ].