ἀξιόνικος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀξιόνικος]], -ον (Α)<br />ο [[άξιος]] να νικήσει, ο [[ικανός]] να πετύχει σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀξιόνικος]], -ον (Α)<br />ο [[άξιος]] να νικήσει, ο [[ικανός]] να πετύχει σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), [[άξιος]] προς [[νίκη]], σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν [[τοῦτο]] τὸ [[κράτος]], ο περισσότερο [[άξιος]] να κρατήσει την [[εξουσία]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A worthy of victory, worthy of being preferred, X.Cyr.1.5.10: c. inf., -ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this supremacy, Hdt.7.187, cf.9.26: Sup., Luc. Anach.36.
German (Pape)
[Seite 270] (νίκη), werth zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀθλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, werth vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόνῑκος: -ον, ἄξιος, ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… ἀξιόνικος γενόμενος ἀναγώνιστος διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ κράτος, ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vaincre ; abs. digne de.
Étymologie: ἄξιος, νίκη.
Spanish (DGE)
(ἀξιόνῑκος) -ον
I que merece el triunfo Cratin.73.2Au., τίς γε ἀσκητής X.Cyr.1.5.10, ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.Anach.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4
•c. inf. digno de ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar Hdt.9.26.
II adv. -ως de forma que merece la victoria, Didyma 194.12.
Greek Monolingual
ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀξιόνῑκος: -ον (νίκη), άξιος προς νίκη, σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος, ο περισσότερο άξιος να κρατήσει την εξουσία, σε Ηρόδ.