ἀρχεδίκης: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρχεδίκης]], ο (Α)<br />ο [[νόμιμος]] [[ιδιοκτήτης]], αυτός που κατέχει [[κάτι]] [[εξαρχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγωνοδίκης]], [[ειρηνοδίκης]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀρχεδίκης]], ο (Α)<br />ο [[νόμιμος]] [[ιδιοκτήτης]], αυτός που κατέχει [[κάτι]] [[εξαρχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγωνοδίκης]], [[ειρηνοδίκης]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχεδίκης:''' ου ὁ исконный, т. е. законный владелец Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχεδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἰδιοκτήτης, ὁ νόμιμος κτήτωρ, ἁμετέρων ἀποσυλᾰσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων Πινδ. Π. 4. 196.
Greek Monolingual
ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἀρχεδίκης: ου ὁ исконный, т. е. законный владелец Pind.