αλευρόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Τεχνολ.-Χημ.)<br />όργανο που χρησιμοποιείται για τη [[μέτρηση]] της γλουτένης, η οποία περιέχεται στη [[ζύμη]] του αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἄλευρoν</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρο]](<i>ν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>aleurometer</i>].
|mltxt=το (Τεχνολ.-Χημ.)<br />όργανο που χρησιμοποιείται για τη [[μέτρηση]] της γλουτένης, η οποία περιέχεται στη [[ζύμη]] του αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἄλευρoν</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέτρο]](<i>ν</i>), πρβλ. αγγλ. <i>aleurometer</i>].
}}
}}

Revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

το (Τεχνολ.-Χημ.)
όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της γλουτένης, η οποία περιέχεται στη ζύμη του αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλευρoν + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. aleurometer].