ἀτυφία: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτυφία]], η (Α) [[άτυφος]]<br />[[έλλειψη]] αλαζονείας, [[ταπεινοφροσύνη]].
|mltxt=[[ἀτυφία]], η (Α) [[άτυφος]]<br />[[έλλειψη]] αλαζονείας, [[ταπεινοφροσύνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῡφία:''' ἡ отсутствие заносчивости, непритязательность, скромность Men., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῡφία Medium diacritics: ἀτυφία Low diacritics: ατυφία Capitals: ΑΤΥΦΙΑ
Transliteration A: atyphía Transliteration B: atyphia Transliteration C: atyfia Beta Code: a)tufi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from arrogance, Men.304, Plu.2.82b, Jul.Or. 7.214b.

German (Pape)

[Seite 390] ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῡφία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 4, Πλούτ. 2. 582Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modestie.
Étymologie: ἄτυφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de arrogancia u ostentación, modestia τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.Fr.16A, cf. Phld.Coll.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ ἀφέλεια Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.11, τοῦ Σωκράτους Procl.in Alc.312, αἰσχυνομένη Plu.Comp.Lyc.Num.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.Or.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376
en lit. crist. humildad ἐλαττωτικὸς γὰρ ἑαυτοῦ διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.in Iob 12.4.
2 frugalidad περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.

Greek Monolingual

ἀτυφία, η (Α) άτυφος
έλλειψη αλαζονείας, ταπεινοφροσύνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῡφία: ἡ отсутствие заносчивости, непритязательность, скромность Men., Plut.