ἀμεταστρεπτί: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμεταστρεπτὶ και -τεί <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμετάστρεπτος]]<br />[[δίχως]] [[μεταστροφή]], [[δίχως]] να γυρίσει [[κανείς]] [[πίσω]], κατ’ ευθείαν [[μπροστά]].
|mltxt=ἀμεταστρεπτὶ και -τεί <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμετάστρεπτος]]<br />[[δίχως]] [[μεταστροφή]], [[δίχως]] να γυρίσει [[κανείς]] [[πίσω]], κατ’ ευθείαν [[μπροστά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεταστρεπτί:''' или ἀμεταστρεπτεί adv. не оборачиваясь, без оглядки ([[ἰέναι]] Plat.; φεύγειν Xen., Plat.).
}}
}}

Revision as of 13:09, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 122] unverwandt, ἰέναι Plat. Rep. X. 620 e; oft φεύγειν, Legg. IX, 854 c; Xen. Conv. 4, 50 Luc. Nigr. 28 u. A.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans se retourner.
Étymologie: ἀ, μετάστρεπτος.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -τεί Sch.A.Ch.98 adv.
1 sin volverse φεύγειν Pl.Lg.854c, X.Smp.4.50, Luc.Nigr.28, D.C.47.45.4, cf. tb. Pl.R.620e, D.H.6.17, Ph.1.517, M.Ant.8.5, Sch.A.l.c.
2 fig. sin mirar atrás, con resolución τὴν ὁδὸν εὐθεῖαν βαδίζωμεν Clem.Al.Strom.5.1.8.

Greek Monolingual

ἀμεταστρεπτὶ και -τεί επίρρ. (Α) ἀμετάστρεπτος
δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεταστρεπτί: или ἀμεταστρεπτεί adv. не оборачиваясь, без оглядки (ἰέναι Plat.; φεύγειν Xen., Plat.).