ἀμύελος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύελος]], -ον) [[μυελός]]<br />αυτός που δεν περιέχει μυελό, [[μεδούλι]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύελος]], -ον) [[μυελός]]<br />αυτός που δεν περιέχει μυελό, [[μεδούλι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμύελος:''' лишенный костного мозга (χόνδροι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without marrow, Arist.PA655a35, Gal.UP1.15.
German (Pape)
[Seite 130] marklos, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύελος: -ον, ὁ μὴ ἔχων μυελόν, «μεδοῦλι», οἱ ἐν τοῖς πεζοῖς ἀμύελοι χόνδροι Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 9, 15.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμύαλος TDA 162.19
sin médula χόνδροι Arist.PA 655a35, ὀστᾶ Gal.3.44, cf. TDA l.c., 168.10, 31.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύελος, -ον) μυελός
αυτός που δεν περιέχει μυελό, μεδούλι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύελος: лишенный костного мозга (χόνδροι Arst.).