αφιδρύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀφιδρύομαι (Α) [[ιδρύομαι]]<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[ανεγείρω]] αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο [[πρότυπο]]. | |mltxt=[[ἀφιδρύομαι]] (Α) [[ιδρύομαι]]<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[ανεγείρω]] αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο [[πρότυπο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:41, 6 June 2020
Greek Monolingual
ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.