βαρύοσμος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύοσμος]] και [[βαρύοδμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]], ενοχλητική [[μυρωδιά]].
|mltxt=[[βαρύοσμος]] και [[βαρύοδμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]], ενοχλητική [[μυρωδιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύοσμος:''' сильно пахнущий ([[μέλι]] τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύοσμος Medium diacritics: βαρύοσμος Low diacritics: βαρύοσμος Capitals: ΒΑΡΥΟΣΜΟΣ
Transliteration A: barýosmos Transliteration B: baryosmos Transliteration C: varyosmos Beta Code: baru/osmos

English (LSJ)

ον,

   A = βαρύοδμος, Arist.Mir. 831b24, Sor.2.29: Comp., Dsc.3.121.    II metaph., 'in bad odour', PSI2.158.25.

German (Pape)

[Seite 434] = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύοσμος: -ον, =βαρύοδμος, Ἀριστ. Θαυμ. 17.

Spanish (DGE)

(βᾰρύοσμος) -ον
1 de olor fuerte, penetrante τὸ ἀπὸ τῆς πύξου μέλι Arist.Mir.831b25, πολιόν Nic.Th.64, cf. Dsc.3.110, κόνυξα Dsc.3.121, Sor.112.10, Gp.18.2.4.
2 de pers. maloliente anón. astrol. en PSI 158.25 (III d.C.).

Greek Monolingual

βαρύοσμος και βαρύοδμος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά, ενοχλητική μυρωδιά.

Russian (Dvoretsky)

βαρύοσμος: сильно пахнущий (μέλι τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).